- εὐδιάσπαστος
- εὐδιάσπαστοςeasily torn asundermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιάσπαστος — εὐδιάσπαστος, ον (Α) αυτός που διασπάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διασπαστος (< διασπώ), πρβλ. α διάσπαστος, δυσ διάσπαστος] … Dictionary of Greek
εὐδιάσπαστοι — εὐδιάσπαστος easily torn asunder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)